- ύδραρθρο
- το, και ύδραρθρος, ο, Νιατρ. συλλογή ορώδους υγρού σε αρθρική κοιλότητα, που προκαλείται από κακώσεις ή από λοιμώξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrarthus (< υδρ[ο]-* + άρθρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.